ἀποστερήσω

ἀποστερήσω
ἀποστερέω
rob
aor subj act 1st sg
ἀποστερέω
rob
fut ind act 1st sg
ἀποστερέω
rob
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεκαδήσω — (Α) θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. τού ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”